πομποδέκτης

πομποδέκτης
ο, Ν
ο δέκτης τού πομπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπός + δέκτης (< δέχομαι), πρβλ. δωρο-δέκτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πομποδέκτης — ο συσκευή που συνδυάζει ταυτόχρονα τα χαρακτηριστικά του πομπού και του δέκτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραντάρ — (radar, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων radio detection and ranging = ραδιοεντοπισμός και μέτρηση της απόστασης). Ηλεκτρονική συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”